- ἀρρυτίδωτος
- ἀρρυτίδωτοςunwrinkledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρρυτίδωτος — η, ο (AM ἀρρυτίδωτος, ον) [ρυτιδώ ( όω)] αυτός που δεν έχει ρυτίδες … Dictionary of Greek
αρρυτίδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ρυτίδες, ζάρες, αζάρωτος: Το πρόσωπό της είναι εντελώς αρρυτίδωτο, μόλο που τα χει τα χρονάκια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρυτίδωτον — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem acc sg ἀρρυτίδωτος unwrinkled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυτιδώτου — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)